Περιγραφή
Το βουβάλι ανήκει σε συγγενική φυλή των βοοειδών. Η μακρινή καταγωγή του είναι από την περιοχή των Ινδιών, όπου διαδόθηκε σε πολλά μέρη και εξημερώθηκε. Είναι μεγαλόσωμα ζώα, φτάνουν σε ύψος το 1-1,5 μέτρο και το βάρος τους μπορεί να φτάσει μέχρι τα 200 κιλά. Το τρίχωμα του είναι μαύρο, ή κοκκινωπό, αραιό ή πυκνό, ανάλογα με την εποχή. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, μοιάζει σαν να μην έχει καθόλου τρίχωμα. Μάλιστα το καλοκαίρι συνήθως βυθίζεται στο νερό και αφήνει εκτός μόνο το κεφάλι του. Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγει τα τσιμπήματα των εντόμων. Το κρέας του βουβαλιού ξεχωρίζει για το βαθύ κόκκινο χρώμα του, ενώ σε σχέση με άλλα κρέατα έχει πολλά περισσότερα θετικά στοιχεία και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τέτοια, που το καθιστούν ευεργετικό για τον ανθρώπινο οργανισμό. Το ενδομυϊκό λίπος του είναι επίσης λιγότερο, σε σχέση με το βόειο κρέας, ενώ το χρώμα του λίπους είναι πιο λευκό. Πώς όμως έφτασαν τα βουβάλια στην περιοχή; Η πιο γνωστή εκδοχή είναι αυτή που υποστηρίζει ότι πριν από αιώνες, ο Ξέρξης, τα χρησιμοποίησε για να μεταφέρει υλικά και προμήθειες κατά τη διάκρεια των Περσικών Πολέμων και κάποια, τότε, ξέμειναν στον ποταμό Στρυμώνα, για να γίνουν οι πρόγονοι των σημερινών. Ωστόσο, σχετικά πρόσφατα, τη δεκαετία του `50, λόγω και της μεγάλης εισαγωγής αγελάδων από την Ολλανδία, αυτά ελαχιστοποιήθηκαν και έτειναν να εξαφανιστούν. Λίγο πριν το 2000, οι πληθυσμοί που είχαν απομείνει, εντάχθηκαν σε πρόγραμμα διατήρησης με το χαρακτηρισμό της σπάνιας φυλής αγροτικών ζώων υπό εξαφάνιση, και αυτό βοήθησε σημαντικά στην αύξησή τους. Ο υπεύθυνος ζωικής παραγωγής του συνεταιρισμού βουβαλοτρόφων Ελλάδος, κ. Δημήτρης Πατούσης, μας λέει ότι «τα ζώα που εκτρέφονται στην περιοχής της Κερκίνης αποτελούν γόνους της μόνης πιστοποιημένης αυτόχθονης φυλής, όπως επιβεβαιώνεται και από το Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης της Θεσσαλονίκης, το οποίο πραγματοποιεί ελέγχους.»